στειροχωρίζω

στειροχωρίζω
Ν
(σχετικά με κοπάδια αιγοπροβάτων) ξεχωρίζω τις στείρες προβατίνες και κατσίκες («στειροχωρίζουν στού Κλαδά, τυροκομούν στού Ζέρβα», Κρυστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + χωρίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”